αἰονῶ

αἰονῶ
αἰονάω
moisten
pres imperat mp 2nd sg
αἰονάω
moisten
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
αἰονάω
moisten
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
αἰονάω
moisten
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
αἰονάω
moisten
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
αἰονάω
moisten
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] …   Dictionary of Greek

  • αιόνημα — αἰόνημα, το (Α) [αἰονῶ] κατάβρεγμα, μούσκεμα …   Dictionary of Greek

  • αιόνησις — αἰόνησις ( εως), η (Α) [αἰονῶ] καταιονισμός, κατάβρεγμα, μούσκεμα …   Dictionary of Greek

  • επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταιονίζω — και καταιονώ (Α καταιονῶ, άω) 1. βρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχω 2. ιατρ. εκτελώ καταιόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰονῶ «υγραίνω». Ο τ. καταιονίζω από μεταπλασμό τού καταιονῶ κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • προσαιονώ — άω, Α καταβρέχω επί πλέον, ραντίζω και θερμαίνω με θερμά επιθέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰονῶ «υγραίνω, μουσκεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”