αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] … Dictionary of Greek
αιόνημα — αἰόνημα, το (Α) [αἰονῶ] κατάβρεγμα, μούσκεμα … Dictionary of Greek
αιόνησις — αἰόνησις ( εως), η (Α) [αἰονῶ] καταιονισμός, κατάβρεγμα, μούσκεμα … Dictionary of Greek
επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] … Dictionary of Greek
καταιονίζω — και καταιονώ (Α καταιονῶ, άω) 1. βρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχω 2. ιατρ. εκτελώ καταιόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰονῶ «υγραίνω». Ο τ. καταιονίζω από μεταπλασμό τού καταιονῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
προσαιονώ — άω, Α καταβρέχω επί πλέον, ραντίζω και θερμαίνω με θερμά επιθέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰονῶ «υγραίνω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek